κεράτινος

κεράτινος
-η, -ο (Α κεράτινος, -ίνη, -ον) [κέρας]
ο κατασκευασμένος από κέρατα («ἔπινον ἐκ κερατίνων ποτηρίων», Ξεν.)
νεοελλ.
φρ. ανατ. «κεράτινη στιβάδα» — το σκληρό εντελώς εξωτερικό τμήμα τού δέρματος που αποτελείται από λεπιοειδή πέταλα σχηματισμένα από τα υπολείμματα νεκρών κυττάρων τα οποία παράγονται συνεχώς στις βαθύτερες αναπτυσσόμενες στιβάδες τού δέρματος
αρχ.
1. το θηλ. ως ουσ. ἡ κερατίνη
σάλπιγγα κατασκευασμένη από κέρατο («καὶ ἐσάλπισεν... τῇ κερατίνῃ», ΠΔ)
2. φρ. «κεράτινος λόγος» — ο κερατίνης* («πρῶτος δόξας εὑρηκέναι τὸν ἐγκεκαλυμμένον κεράτινον λόγον», Διογ. Λαέρ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κεράτινος — κερά̱τινος , κεράτινος made of horn masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερατίνας — κερᾱτίνᾱς , κεράτινος made of horn fem acc pl κερᾱτίνᾱς , κεράτινος made of horn fem gen sg (doric aeolic) κερατίνᾱς , κερατίνης the fallacy called the Horns masc acc pl κερατίνᾱς , κερατίνης the fallacy called the Horns masc nom sg (epic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερατίνων — κερᾱτίνων , κεράτινος made of horn fem gen pl κερᾱτίνων , κεράτινος made of horn masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεράτινον — κερά̱τινον , κεράτινος made of horn masc acc sg κερά̱τινον , κεράτινος made of horn neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ясколка — Ясколка …   Википедия

  • CORNU — proprie de quadrupedibus. Plin. l. 11. c. 37. Cornua multis quidem et aquatilium et marinorum et serpentum variis data sunt modis: sed quae iure cornua intelligantur, quadrupedum generi tantum Nec alibi maior naturae lascivia lusit animalium… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ORACULUM — Luc. Senecae Praefat. l. 1. Controv. voluntas est divina hominis ore denuntiata. Ciceroni Topic. Deorum Oratio. Hinc, quod Principes Romani aliquid Maiestatis superhumanae, unde Divi appellabantur, sibi attribuêre, Deorumque e numero sese esse… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κέρας — Οστεοειδής έκφυση στο κεφάλι διαφόρων θηλαστικών. Βλ. λ. κέρατα.(Γεωλ.) Κομμάτι του στερεού φλοιού του εδάφους, το οποίο απέμεινε ως προεξοχή όταν τα γύρω κομμάτια καταβυθίστηκαν. Τυπικό παράδειγμα γεωλογικού κ. είναι ο Ακροκόρινθος. Αν μόνο μία… …   Dictionary of Greek

  • κεράτινης — ο (Α κερατίνης) [κεράτινος] παγιδευτικό σόφισμα τού Μεγαρικού φιλοσόφου Ευβουλίδη («εἴ τι οὐκ ἀπέβαλες, τοῡτο ἔχεις κέρατα δὲ οὐκ ἀπέβαλες κέρατα ἄρα ἔχεις») …   Dictionary of Greek

  • κεραός — κεραός, ά, όν, ποιητ. τ. θηλ. κεράς, άδος (Α) 1. αυτός που έχει κέρατα, κερασφόρος («εὑρών... ἔλαφον κεραόν», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που έχει κατασκευαστεί από κέρατο, κεράτινος («κεραοὺς δὲ πέριξ ὑπεβάλλετο τοίχους», Καλλ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < *κερα Fός.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”